αναμελεύω

αναμελεύω
[ανάμελος]
είμαι αμελής, αμελώ, παραμελώ (βλ. και αμελεύω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάμελος — και ανέμελος, η, ο αδιάφορος, αφρόντιστος, ατημέλητος, ξένοιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα *, ανε * στερ. + μέλει. ΠΑΡ. αναμελεύω, αναμελιά, αναμελώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”